- οἰκοφύλαξ
- οἰκοφύλαξhouse-guardmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοφύλαξ — οἰκοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) φύλακας τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
οἰκοφυλάκων — οἰκοφύλαξ house guard masc gen pl οἰκοφῡλάκων , οἰκοφύλαξ house guard masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοφύλακες — οἰκοφύλαξ house guard masc nom/voc pl οἰκοφύ̱λακες , οἰκοφύλαξ house guard masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
οικοφυλακώ — οἰκοφυλακῶ, έω (Α) [οικοφυλαξ] (για σκύλο) φυλάω το σπίτι … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek